-
1 ἐμπολιτεύω
A to be a citizen, hold civil rights in a place, Th.4.106; ἐ. ἐκεῖ ib. 103:—[voice] Pass.,οἱ ἐμπολιτευθέντες Isoc.5.5
;τῇ πόλει καὶ τοῖς ἐμπολιτευομένοις Plb.5.9.9
.2 metaph.,ἀφροσύνη ἐνεπολίτευσε τῷ ἔθνει J.AJ17.10.6
;τὰς -ομένας ἡδονὰς ἐν Ῥώμῃ Philostr.VA5.36
: —[voice] Med.,ἐ. τῷ βίῳ Jul.Or.4.157b
.3 ἐμπολιτεύεσθαί τινι to talk politics with one, Cic.Att.7.7.7 codd.II trans., introduce into a state, naturalize,ἐ. ἀκολασίαν οὐρανῷ Heraclit.All.69
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπολιτεύω
См. также в других словарях:
εμπολιτεύω — ἐμπολιτεύω (AM) 1. είμαι πολίτης, αποκτώ κάπου πολιτικά δικαιώματα 2. παθ. γίνομαι δεκτός ως πολίτης 3. μτφ. μέσ. εγκατοικώ, ενυπάρχω, επικρατώ, υφίσταμαι μόνιμα («ἀφροσύνη ένεπολίτευσε τῷ ἔθνει», Ιώσηπ.) 4. συζητώ για πολιτικά 5. (αμτβ.) εισάγω … Dictionary of Greek